1 Αυγ 2006

Μετρώντας τ αστέρια

-Που είσαι?
Μαρία , απάντησε μου .
Που είσαι , μην με κάνεις να σε ψάχνω .
Ξέρεις , κι εγω φοβάμαι τις γωνιές .
Απάντησε μου .
Μαρίααα........

Με το μικρό της το κορμί , το μελανά δοσμένο στον ήλιο την αναζητά .
Ενα ξεχειλωμένο βρακάκι την προστατεύει απο την ανυπαρξία .
Σαν ενα φωσφορίζον βραχιόλι .
Το γίηνο ρούχο που της άφησαν να ενδυθεί .
Μ αυτό, τα πρωινά κυνηγιέται .
Μ αυτό ,τα πρωινά γλιστρά στον ήλιο .
Κι ας καίει το κορμάκι της τους ήλιους
Τι πειράζει .
Ποιός νοιάζεται για ήλιους που σβήνουν στους ήλιους .

Μαρίαα....Μαρίαα.... αν σε βρω ..... αν σε βρω ....

Πάντα έτσι με αφήνεις να σε ψάχνω .
Γιατί ?
Στο ' πα πως φοβάμαι τις γωνιές .

Μαρίαα....

Ετσι την έψαχνε ...μέρες και μέρες , στιγμές και στιγμές .
Την ανακάλυπτε πάντα κρυμμένη στις γωνιές να ζωγραφίζει στη σκόνη παράξενα ανθρωπάκια .
Παράξενα σχηματάκια .
Παράξενες σιωπές .

-Να σαι.
Εκείνη , η άλλη , η μικρή , με το βρακάκι της να πλέει σαν πανί στο καραβάκι της , στο κορμάκι της , με τα χέρια στη μέση , σαν μικρομέγαλη της απλώνει το χέρι .
Να την πιάσει .
Να την αγκαλιάσει .
Εκείνη , η Μαρία ,η Μαριώ σκυμμένη , κάνει σχέδια στη σκόνη .
Μα δεν ειναι μονο σκόνη .
Ειναι σκόνη και αίματα
Χώμα κι αίματα
Ρανίδες και κόκκοι .

Χτύπησες ?
Ελα να δω . Κάτσε να κοιτάξω .
Που ειναι ?
Δεν βλέπω .

Η Μαρία , ένα σπίρτο έξω απο το κουτί .
Ενα σπίρτο μακρυά κι απ ενα χέρι .

Δεν βρήκε ποτε τις πληγιές της Μαριώς κι ας έψαξε .
Χιλιόμετρα στο μικρό κορμί της άλλης και δεν βρήκε τίποτα .
Ξεράθηκαν τα αίματα , ξεράθηκαν στην σκόνη .

Την έπερνε απο το χέρι και περπατούσαν .
Θα ταν κουβέντες οι σιωπές τους, αλλά δεν τις άκουσαν ποτέ οι άλλοι .
Μ'οο κοιτιόντουσαν .
Μόνο ακουμπιόντουσαν .
Χέρι με χέρι .
Σταγόνα στη σταγόνα .

Ετσι έφταναν στο σπίτι των αστέρων .
Στο προαύλιο της λήθης .
Στα σκαλιά της λύπης .

Το φαγητό σκληρό αλλά είχε άρωμα .
Κι η φτωχεια έχει το άρωμα της .
Αδελφικά ματάκια που έτρεχαν ποντικίσια στους τοίχους , στα τραπέζια , στις γωνιές της μοναξιάς .
Εκείνες οι δυο πάντα μαζί .
Κουβαλούσε η μια την άλλη .
Ή ισως πάλι μονο η μια την άλλη .
Δεν ξερω .
Καμιά φορα νομίζω πως η Μαριώ σταμάτησε να κουβαλά την φίλη της .
Αυτός ο διπλόφαρδος μάρσιπος κυοφορεί φορές φορές μόνο την μια .
Σαν η Μαρία να ξεχάστηκε σε κείνες τις γωνιές και δεν γυρεύτηκε ποτέ .


Μετά το βραδινό φαγητό και την καθαριότητα πήγαιναν για ύπνο .
Τον ύπνο που κάνουν τ αστέρια .
Κοιμούνται άραγε ?
Τα χάζευαν στ ανοιχτά , στ ασκέπαστα παράθυρα .
Μέχρι να τα φτάσουν .
Κι οταν τ ακουμπούσαν χαιδευοντάς τα ,αποκοιμιώντουσαν πιπιλόντας τα .
Γιατί τα χερια τους ηταν τ αστέρια τους .

Έβλεπαν τον κόσμο συμπληρωματικά .
Οπου τελείωνε εκείνη άρχιζε η άλλη .
Και οι κουβέντες ματιές τους στην ησυχία του θαλάμου ηταν τα πλεγμένα χέρια των σκιών τους .

Βράδυα και βράδυα έπαιζαν ετσι .
Εκείνη , η μικρή , η Μαρία των αστέρων και η άλλη , η Άννα των ήλιων .
Βράδυα και βράδυα την ψηλάφιζε .
Να συχάσει το κορμί της κάτω απο τις αφές των σεντονιών .
Να ξεκουράσει την μάτια της κάτω απο τα τετράγωνα και γραμμικά σχήματα της κουβέρτας .
Η Μαρία και η Άννα μοιράζονταν οχι μόνο τις ψυχές τους αλλα και το μοναδικό τους κρεβάτι .
Η μια απο τη μια πλευρά κι αλλη ανάποδα-αντίθετα .
Ετσι την συνήθησε στους ύπνους της .
Ενα δέρμα -αγκαλιά .
Μια αγκαλια-οσμη .
Μια οσμή -λουλούδια.
Ενα λουλούδι -κρίνος .
Ενας κρίνος -κόκκινος .
Ενα κόκκινο -πόνος .
Ενας πόνος -φευγιό .

Εκείνο το βράδυ την χτένισε και της καθάρησε την μουρίτσα της .
Να σαι καθαρή της είπε .
Η Μαρία την άφηνε γιατί της άρεσε .
Τα αμήχανα μαλλιά της κατω απο τα χέρια -χτένια της Άννας δεν την πονούσαν .
Και της άρεσε να είναι καθαρή .
Να γυαλίζει .
Κι αυτές οι ρανίδες έφευγαν όταν την σκοίπιζε .

-Μην βήχεις αγάπη μου τόσο .
Να μετράς ,την έμαθε .
Στον επόμενο βήχα να προσθέτεις ακόμα έναν αριθμό μέχρι να σε πάρει ο ύπνος και να πάψει .
-Μαρία , μην φοβάσαι όταν βήχεις .
Σε ακούω . θα σου τρίψω τον λαιμό . θα τον ζεστάνω με την ανάσα μου .
Κλείσε τα ματάκια σου για να κοιμηθούμε .

Εκείνη ,άρχιζε το μέτρημα .
Βασανιστικό στην αρχή και μετά, στην συνήθεια του μετρήματος χανόταν και άχνιζε στην ανάσα της ο βήχας κι εκείνη ,χανοταν στην σιγή , στο πένθος ενος ύπνου που σε τρώει .

Μπορεί και να πέρασε πολύς καιρός που το καναν αυτό .
Μπορεί και τόσο λίγο.

Η μια χανόταν στο μέτρημα κι άλλη χανόταν στη λήθη .
Δεν ξέρω πια έφευγε πρώτα .

Ενα βράδυ , απο κείνα τα βράδυα που κρυώνεις , την έπλυνε και την χτένισε .
Της χάιδεψε τα μαύρα της μαλλιά με τα χέρια , μεχρι που έγιναν ίσια και δεν κόμπιαζε το χτένι-χέρι μέσα τους .
Τη φίλησε και την έβαλε στο κρεβάτι τους .
Κάθε βράδυ την φιλούσε πριν κοιμηθούνε .
Για να χουμε φιλημένα όνειρα έλεγε .
Την σκέπασε .
Την σταύρωσε όπως κάθε βράδυ .
Που το δε το μικρο σκατό αυτό και το κάνε , ενας θεος ξερει .

Την κοίταζε στο μέτρημα και της έλεγε να μην φοβάται .
-Να μην φοβάσαι οπως κάνουμε κάθε βράδυ της είπε .

Γιατι εσύ έχεις εμένα να σε κοιτώ κι εγώ, έχω εσένα να ακουμπώ .
Ζεστή μου Μαρία , μην φοβάσαι .
Είμαστε τυχερές που έχουμε η μια την άλλη, σαν ρούχο χειμωνιάτικης θαλπωρής .
Εκείνο το βραδυ η μικρή Μαρία , γιατι μικρούλα ήταν , μια παιδούλα -ορφανούλα , τα μέτρησε τ αστέρια στη γαλήνη .
Η ανάσα της , ήσυχη δεν πάλευε να βγάλει ήχους .
Και η άλλη ,αφού μέτρησε τ αστέρια τους , την σκέπασε κι αποκοιμήθηκε .
Ακίνητη στο ζεστό της ύπνο .
Ακίνητη με την φίλη της .
Μοιράζονταν τις ψυχές τους , τις ζωές τους , τις νύχτες τους , το κρεβάτι τους στ αστέρια τους.

Ακόμα ακούει την ανάσα της τα βράδυα .

Στο πρωινό ξύπνημα του θαλάμου η Μαρία κοιμόταν .
Και η Άννα την άφησε να κοιμηθεί .
Δεν την σήκωσε .
Άλλωστε ολα εκείνη τα έκανε στα πρωινά τους ξυπνήματα .
Ας την άφηνε λίγο παραπάνω , να μετρήσει τα τελευταία αστέρια της νύχτας .

Η θαλαμοφύλακας βρήκε τον θάλαμο έτοιμο για επιθεώρηση και την Μαρία βυθισμένη στους ύπνους της .
Η Άννα όρθια , ευθυτενής και έτοιμη στο πρωινό εγερτήριο.

-Αυτή γιατί είναι ακόμα στο κρεβάτι ?
Σ'ηω Μαρία αμέσως γιατί θα σε τιμωρήσω .

Εκείνη , η Άννα μπήκε στην μέση .

-Ας την ...μετράει τ αστέρια .
Πες πως δεν είναι εδω .
Πες πως έφυγε .

Η Μαρια έεεφυγε .

Η αρχηγός του θαλάμου τις κοίταζε .
Πότε την μια και πότε την άλλη .
Την Μαρία ριγμένη σιωπηλά στο μαξιλάρι, με το απαλό χρώμα του πουθενά στο δέρμα και μια ρανίδα -ρυτίδα κόκκινη στα χείλη .
Την άλλη να ισιώνει την κουβέρτα , να την κάνει γυαλί .
Ενα γυαλί που δεν σπάει στο βλέμα τις ευθείες .

Η Μαρία κάπου μέσα στο μέτρημα ξεχάστηκε και έφυγε .
Η Άννα κάπου μέσα στην ακινησία, ένιωσε .
Το πρωί δεν της γύρεψε απαλά να σηκωθεί .
Βάλθηκε μόνο στα κλεφτά να ράβει στο μυαλό της το κόκκινο στα χείλη της Μαρίας .
Σαν να βάλθηκε να βάψει ολον τον κόσμο κόκκινο μέσα στα μάτια της φίλης της .

H Μαρία ξεχασμενη στο μέτρημα έφυγε για το κοσμικό βασίλειο των αστεριών .
Με μια ανάσα κόκκινη αλλά απαλή για να μην φοβήσει το μέτρημα της φίλης της .
Εκείνο το πρωί ο θάλαμος δεν τιτίβιζε τους θορύβους του, αλλα σιωπούσε στα χρώματα .
Μεσα απο τα ασκέπαστα παράθυρα η βροχή χόρευε την ψυχης της .
Να την καθαρήσει γύρευε θαρρώ .
Είχε έναν καιρό πόνο, αλλά τότε δεν είχε όνομα το χρώμα της ημέρας που πενθεί για τα λουλούδια του .
Η Άννα δεν έκλαψε .
Η Μαρια εδειχνε να μετρά στο γλυκό της στόμα τ αστέρια της .
Νομιζω πως ακόμα και η θαλαμοφύλακας δεν γρύλισε όπως έκανε πάντα .
Ησύχασε στους ήχους και στα χρώματα .
Ίσως και να τα δε .




ΥΓ
Η χρωματιστή μου Μαρία έφυγε .
Κάποιο πρωινό των παιδικών μου χρόνων .
Έφυγε απο φυματίωση όπως έμαθα χρόνια αργότερα .

Ήμουν η γριούλα του θαλάμου κι εκείνη η μικρούλα .
Τότε ήμουν μια Άννα κι εκείνη μια Μαρία .
Μας έβαλαν μαζί απο έλλειψη κρεβατιών .
Μοιραστήκαμε τα βλεματά μας και τους φόβους μας .
Μοιραστήκαμε κι άλλα , κι άλλα .
Οταν της χτυπούσαν το κορμάκι της έτρεχα να την προστατεύσω .
Λες και ήξερα ποσο εύθραυστη ήταν .
Λες και ένιωθα ποσο απαλά μετρούσε τ αστέρια , μέχρις ότου την σ'ηωσαν ψηλά .
Νόμιζα πως οταν την αγκάλιαζα σταματούσε ο φόβος .
Μα νομιζω , τώρα που μεγάλωσα πως , οταν εκείνη με αγκάλιαζε δεν φοβόμουν πια .
Γιατι εκεινη ήξερε ποσο εύθραυστη και απαλή ήμουν στις αγκαλιές .

Τα μνημόσυνα γίνονται στις αναφορές της μνήμης μας και στις εκκλησίες της αγάπης .
Ετσι οι ψυχές πέρνουν τις ανάσες τους .

Στην αγαπημένη μου Μαρία που δεν είχε κανέναν να την κλάψει , κανέναν ν αγκαλιάσει το διάφανο κορμάκι της .
Μια μέρα θα κοιμηθούμε ξανά δίπλα δίπλα στο κρεβατάκι μας .
Ελαφριά η ψυχή σου και ελαφριές οι ψυχούλες όλων των παιδιών που π'εαξαν μακρυά μας .
Δημοτικο Βρεφοκομειο Αθηνων

Απο μια Αννα που την εκαναν Ιωαννα

11 σχόλια:

ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΕΝΙΔΗΣ είπε...

Απλά κείμενο ΜΟΝΑΔΙΚΟ!Αυτό νομίζω πως τα λέει ό λ α!

Γειά σου Ι ω ά ν ν α!

Νίκος Παργινός είπε...

Συγχαρητήρια για το post αλλά και για όλο το blog. Πολλά χαιρετίσματα από Κέρκυρα.

Sokxenos είπε...

Να γράφεις,
να γράφεις, γλυκό κορίτσι, του σούρουπου γυαλί.
Όποιος φοβάται να φωνάζει την αγάπη δεν έχει ουρανό.

Την αγάπη μου

Καπετάνισσα είπε...

Γλυκειά μου,
θα ντύσω το λυγμό μου με μελτεμάκι αυγουστιάτικο, να τον φυσήξω κατά κει...

Ροδοπέταλα στις λέξεις σου.
Μύρο στα δάκρυα της θύμησης...

Ελπίδα είπε...

..........
με συγκίνησες πολύ!Έγινε φύλακας άγγελός σου η Μαρία! Σίγουρα!Να είσαι καλά και να την θυμάσαι!

Σταυρούλα είπε...

Ιω-άννα μου, αστεράκι έγινε η Μαρία εκεί ψηλά και σε κοιτάει.
Πολύ τρυφερό όπως όλα σου! Φιλιά!

υ.γ. Γύρισες, καλή μου;

άστεγος είπε...

Γεια και χαρά Ιωάννα μου! Πολύ συγκινητικό το κείμενο, πολύ καλή και η αφήγηση!
Πολλά φιλιά!

An-Lu είπε...

(((((((((αγκαλιά)))))))))))
απαλή και πουπουλένια, σαν τις μνήμες σου.......

ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΕΝΙΔΗΣ είπε...

Nα ανταποδώσω τις ευχές για καλό Φθινόπωρο.Καιρός να ξαναρχίσεις!Το βιβλιαράκι που μου πρότεινες θα πάω να το αγοράσω.Σε ευχαριστώ!

exilio είπε...

Yπερβολικά συγκινητικό..

SpirosKappa είπε...

Γραφίδα γλαφυρότατη.
Συγχαρητήρια.
Ενας καινούριος αναγνώστης.